- καολίνη
- η , καολίνης ο каолин, белая глина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… … Dictionary of Greek
διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ουλτραμαρίνα — η, και ουλτραμαρίνο, το χημ. ονομασία ωραίου κυανού χρώματος το οποίο παλαιότερα λαμβανόταν με κονιοποίηση τού ορυκτού λαζουρίτη, ενώ σήμερα η τεχνητή ουλτραμαρίνα παρασκευάζεται με σύντηξη καολίνη, άνυδρου ανθρακικού νατρίου και θείου και… … Dictionary of Greek
χρωματογραφία — Το σύνολο των μεθόδων, οι οποίες, με την εκμετάλλευση χημικοφυσικών φαινομένων, επιτρέπουν τον διαχωρισμό και την αναγνώριση των διαφόρων συστατικών ενός μείγματος ή ενός διαλύματος. Η πρώτη χρωματογραφική μέθοδος βασιζόταν σε τεχνάσματα, με τα… … Dictionary of Greek
άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek